- καταναγκαστικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που καταναγκάζει, εκβιαστικός, υποχρεωτικός: Τον τιμώρησαν σε καταναγκαστικά έργα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καταναγκαστικός — conclusive masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταναγκαστικός — η, ο (Α καταναγκαστικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που έχει τη δύναμη ή την ιδιότητα να καταναγκάζει 2. αυτός που γίνεται με καταναγκασμό, αυτός που επιβάλλεται με τη βία 3. φρ. «καταναγκαστικά έργα» α) παλαιότερη ποινή κατά την οποία οι κατάδικοι… … Dictionary of Greek
καταναγκαστικόν — καταναγκαστικός conclusive masc acc sg καταναγκαστικός conclusive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταναγκαστική — καταναγκαστικός conclusive fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταναγκαστικήν — καταναγκαστικός conclusive fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαστικός — ή, ό (Μ βιαστικός, ή, όν) [βιάζομαι] καταναγκαστικός, τυραννικός μσν. νεοελλ. αυτός που γίνεται με βιάση, με σπουδή νεοελλ. εκείνος που επείγει, που πρέπει να γίνει γρήγορα αρχ. ισχυρός, βίαιος … Dictionary of Greek
δυναστικός — ή, ό (AM δυναστικός, ή, όν) [δυνάστης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δυνάστη ή στη δυναστεία νεοελλ. βασιλικός μσν. βίαιος, καταναγκαστικός αρχ. αυθαίρετος … Dictionary of Greek
επάναγκος — ἐπάναγκος, ον (Α) 1. αναγκαίος, απαραίτητος 2. υποχρεωμένος να κάνει κάτι 3. καταναγκαστικός, που απαιτείται με νόμο … Dictionary of Greek
επαναγκαστικός — ἐπαναγκαστικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που έχει δύναμη ώστε να αναγκάζει, να επιβάλλεται 2. καταναγκαστικός … Dictionary of Greek
εξαναγκαστικός — ή, ό επίρρ. ά που γίνεται με εξαναγκασμό, καταναγκαστικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)